Ψαράδικες ιστορίες της Κρήνης

Θυμάμαι πριν μερικά χρόνια στην παραλία της Νέας Κρήνης, στον αύλιο  χώρο του πέτρινου οι άνθρωποι
του Πολιτιστικού συλλόγου κερνούσαν το Σάββατο το πρωί καφεδάκι στους  παππούδες που κατέβαιναν στη θάλασσα.
Τι παππούδες λέω, αυτοί ήταν λεβεντάνθρωποι  και γεροδεμένοι που αν σου έσφιγγαν το χέρι  στο μελάνιαζαν.
Οι νεότεροι ,τρόπος του λέγειν, εκμεταλλευόμασταν  την ευκαιρία να ακούσουμε παλιές  ιστορίες  που τις περισσότερες φορές είχαν σαν θέμα τι άλλο, την θάλασσα  τις καλάδες και τα μυστικά τους.
Θυμάμαι τον μακαρίτη τον Αντώνη τον κασκαβάλα ,Θεός σχωρέστον  να εξιστορεί τον λόγο που τον θεωρούσαν καπετάνιο μαγκιόρο.
-Εγώ έλεγε, τις εποχές που δεν υπήρχαν  τα μηχανήματα (εννοούσε τα βυθόμετρα και τα ραντάρ),ήξερα τις καλάδες απ έξω και ανακατωτά με τα σημάδια. Κρατούσα ημερολόγιο  για να γράφω πότε και που έπιανα ψάρια ,αλλά και τι είδος!
Έτσι τον επόμενο χρόνο καλάριζα ακριβώς στα ίδια μέρη ,τις ίδιες ημερομηνίες και έπαιρνα τα ίδια ψάρια. Βέβαια έπαιζαν ρόλο και τα φεγγάρια.
 Όλα τα είχα γραμμένα, ακόμα και τα σημάδια.
Καθόμουνα στην πλώρη το βράδυ και παρακολουθούσα τη θάλασσα. Ήξερα κάθε φορά τι ψάρια έχει από κάτω από το καΐκι και τους το έλεγα στο πλήρωμα. Καταλάβαινα αν είναι σαρδέλα, ή σκουμπριά, ή σαβρίδια, από το διακαμό.
Το γοφάρι για παράδειγμα βίδωνε και κατέβαινε προς τον βυθό σαν τορπίλα. Φαινότανε πώς διακάμιζε  η θάλασσα σαν στρόβιλος. Οι σαρδέλες έτσι… τα σκουμπριά  έτσι…..
Καπτάνιε, τον διέκοψα, δώσε μας το ημερολόγιο στο σύλλογο να τα γράψουμε στην εφημερίδα μας; Έτσι κι αλλιώς τώρα που βγήκες στη σύνταξη δεν τα χρειάζεσαι. Αυτά πρέπει να τα μοιραστείς με όλους τους Κρηνιώτες!
-Δεν μπορώ να στο δώσω γιατί το ημερολόγιο εκεί που είναι δεν βγαίνει, είπε χαμογελώντας δείχνοντας με το δάχτυλο το κεφάλι του. Τα έχω όλα  εδώ γραμμένα!
Ανάμεσα στις σοβαρές αφηγήσεις  έλεγαν και κάποια ιστορία για κάποιους φιάκες χωριανούς μας και ξεραινόντουσαν στα γέλια με τις φιακιές τους.
Ο  Παντελής ο Παντζοβίλα, ο Θεός  να αναπαύει την ψυχούλα του , στεριανός μεν αλλά όχι άσχετος με τη θάλασσα είχε την δική του ιστορία που είχε σχέση με το διακαμό.
-θυμάμαι ήμουνα πιτσιρίκος στην κατοχή  με τον μπιαντέ  του μπάρμπα Αλέξανδρου  του Βολίκα.
  Τον κοιτούσαμε λες και μιλούσε αλαμπουρνέζικα. Βλέποντας μας κατάλαβε την απορία μας και μας εξήγησε.
-Ρε σεις, ο μπιαντές που σας  λέω, τράτα είναι χωρίς πανιά . Στην κατοχή με τα κουπιά πηγαίναμε, στην καβούρα στην αχεράδα και σε άλλους ψαρότοπους και καλέρναμε.
 Ξεκόλλησε  στα γρήγορα ένα παλιό κιτρινισμένο  χαρτί  ανακοινώσεων από  το  ντουβάρι και άρχισε  να σχεδιάζει με το μολύβι στο άγραφο μέρος που είχε απομείνει. Το αποτέλεσμα είναι το σκίτσο που βλέπετε αριστερά και το φυλάω σαν κόρη οφθαλμού.
-Εμένα, έλεγε, με είχανε για βοηθητικές δουλειές. Γεια παράδειγμα να τους κουβαλάω νερό, να καθαρίζω και τέτοια πράγματα.
-Το χωρατό  που θα σας διηγηθώ  είναι γεγονός και έγινε  στην αχεράδα.
-Την ώρα που φτάναμε στον τόπο για να καλάρουμε και είχε χαθεί το φως της μέρας, ο μπάρμπα Αλέξανδρος  φώναξε να σταματήσει το πλήρωμα το κουπί.
Ο λόγος είναι ότι τον έστριβε η κοιλιά του από νωρίς και ήθελε να κάνει την ανάγκη του.
Πήγε λοιπόν στην πρύμη είδε προς τα πού είναι τα ρέματα και ανακουφίστηκε.
 Ο μπάρμπα Κωτσός μπροστά στην πλώρη δεν πήρε χαμπάρι και νόμισε ότι σταματήσαμε για να καλάρουμε.
Η μαγαρισιά μέσα στη νύχτα διακάμιζε παρασυρόμενη από το ρέμα προς την πλώρη.
-Εεεε Κωτσοοοό ,φώναξε ο  μπάρμπα Αλέξανδρος. Μούπεσε στη θάλασσα ο σκαρμός ,πιάστονε γρήγορα  μη τον χάσουμε. Δέτονε που διακαμίζει!
Ο μπαρμπα Κωτσός στη βιασύνη του άπλωσε το χέρι του και δίχως να το πολυσκεφτεί άρπαξε  τη μαγαρισιά και την έλιωσε στην παλάμη του. Το τι ακλούθησε δεν μπορώ να σας περιγράψω. Το τι βρισιές έριξε δεν λέγονται. Κατέβασε γενεές δεκατέσσερις. 
Οι υπόλοιποι ξεράθηκαν στα γέλια.

Τέτοιες ιστορίες είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν πολλές. Καλό θα ήταν μέσω του συλλόγου να γίνει μια καταγραφή και  μόλις συμπληρωθεί το απαραίτητο υλικό να γραφτεί ένα βιβλίο για την Νέα Κρήνη.

Στέλιο Μανώλογλου ακούς;


ΤΣΑΜΠΑΡΛΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ