Σήμερα 26 Ιουλίου στην εορτή της Αγίας Παρασκευής αφιέρωμα στην
Αγία Παρασκευή του Τσεσμέ
Οι τρατάρηδες της Αγίας Παρασκευής του Τσεσμέ
Στη χερσόνησο της Ερυθραίας, σε απόσταση 5 χιλιομέτρων από τον Τσεσμέ, βρισκόταν η Αγία Παρασκευή
ή Κιόστε (σημερινό Dalyan), ένα παραθαλάσσιο χωριό με αμιγή ελληνικό πληθυσμό 5.000 κατοίκων. Μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή η Αγία Παρασκευή ήταν το μεγάλο καπετανοχώρι της Μικράς Ασίας, το μόνο χωριό στα μικρασιατικά παράλια του Αιγαίου που διέθετε συγκροτημένο αλιευτικό στόλο.
Οι Αγιοπαρασκευούσοι ήταν σπουδαίοι ναυτικοί και ψαράδες. Γνώριζαν όλα τα περάσματα και τις «καλάδες» στις θάλασσες του Αιγαίου –από τα Δωδεκάνησα μέχρι τα θρακικά παράλια και τον κόλπο της Καβάλας – και με τράτες, ανεμότρατες και περάματα (ψαροπούλες) ψάρευαν και εμπορεύονταν χιλιάδες τόνους ψάρια, συναγωνιζόμενοι τους μαρμαρινούς γεμιτζήδες.
Το χωριό διέθετε περισσότερα από 300 αλιευτικά: Περίπου 100 τράτες με κουπιά, που είχαν η κάθε μία πλήρωμα 15-20 ανδρών, πάνω από 100 ιστιοφόρες ψαροπούλες, με πλήρωμα 2-3 ανδρών, πάνω από 30 ζευγάρια (δηλ. πάνω από 60) ανεμότρατες, με πλήρωμα 3-5 ανδρών το κάθε καΐκι, και περισσότερα από 50 παστωτζήδικα, εμπορικά και άλλα καΐκια! Κάθε τρατοκάικο απέδιδε κατά μέσο όρο 400 χρυσές λίρες το χρόνο!
Μέχρι το 1914 αλλά και μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή οι ψαράδες της Αγίας Παρασκευής ήταν οι μόνοι που γνώριζαν την τέχνη της αλιείας με τράτα και ανεμότρατα, δηλ. το σύστημα αλιείας βυθού με συρόμενο σάκο. Τράτες και ανεμότρατες δεν υπήρχαν τότε ούτε στην υπόλοιπη Μικρά Ασία ούτε στην Ελλάδα. Η ελληνική αλιεία περιοριζόταν ακόμη σε παραγάδια, μανωμένα δίχτυα, συρτές, καθετές, γρύπους και σε παράνομες μορφές ψαρέματος, φλόμους και δυναμίτιδες. Αυτές οι μορφές αλιείας, τοπικής κλίμακας και περιορισμένης απόδοσης, δεν μπορούσαν να καλύψουν τις ανάγκες των ελληνικών και τουρκικών παραθαλάσσιων πόλεων. Τις μεγάλες ποσότητες φρέσκων ψαριών τις προμήθευαν τα τρατοκάικα της Αγίας Παρασκευής, που ψάρευαν σ’ όλο το Αιγαίο και καθημερινά με τις ψαροπούλες τους εφοδίαζαν τις μεγάλες αγορές (Σμύρνη, Θεσσαλονίκη, Καβάλα κ.ά.).
Πεζότρατες, «ψάρενες» (ατελείς μορφές ανεμότρατας) και «γκαγκάβες» (σάκοι για την αλιεία σφουγγαριών) υπήρχαν από πολύ παλιά στο χωριό και πρέπει να ήταν προϊόν της τοπικής ναυτικής παράδοσης. Όμως την εξελιγμένη μορφή της ανεμότρατας την έμαθαν μάλλον από τους Ιταλούς, οι οποίοι ψάρευαν στο Αιγαίο χρησιμοποιώντας και ναύτες από την Αγία Παρασκευή. Έτσι εξηγούνται και οι ιταλικές λέξεις της τρατάρικης γλώσσας τους για τα μέρη του καϊκιού, τα ξάρτια, τα δίχτυα και τις εργασίες (π.χ. «πρίμα σέρα» = η πρώτη βραδινή «καλάδα»). Γύρω στα 1900 άρχισε να διαδίδεται η νέα, πιο αποδοτική μορφή ψαρέματος και σύντομα πολλές τράτες μετατράπηκαν σε ανεμότρατες.
Μετά το 1914 και κυρίως μετά το 1922 οι Αγιοπαρασκευούσοι εγκαταστάθηκαν σε διάφορα μέρη της Ελλάδας και μετέδωσαν την τρατάρικη και ανεμοτρατάρικη τέχνη και σ’ άλλους ψαράδες. Κάτι ανάλογο έγινε και με τους προσφυγικούς πληθυσμούς από τα μικρασιατικά παράλια και την Προποντίδα, που μετέδωσαν την τέχνη της επιφανειακής αλιείας (γρι-γρι).
Στα καΐκια οφείλεται η οικονομική ευμάρεια του χωριού και η πλούσια πολιτιστική ζωή του αλλά και η σωτηρία των χωριανών εκείνες τις τραγικές μέρες του Μαΐου 1914 και του 1922. Όσα καΐκια έτυχε να δουλεύουν κοντά στο χωριό μετέφεραν το σύνολο του πληθυσμού αρχικά στη Χίο και μετά σε άλλα μέρη της Ελλάδας. Τα μόνα θύματα της Αγίας Παρασκευής οφείλονταν στο «μπατάρισμα» ενός υπερφορτωμένου καϊκιού μέσα στις συνθήκες του πανικού.
Η Μικρασιατική Καταστροφή ξερίζωσε τους ανθρώπους από την πατρογονική γη, τους χώρισε από τους χωριανούς, τους συγγενείς και τους φίλους και τους σκόρπισε στους «πέντε ανέμους», στα λιμάνια και τους ψαρότοπους της Ελλάδας: Καβάλα, Σκιάθο, Νέα Μηχανιώνα, Νέα Κρήνη, Αλεξανδρούπολη, Χαλκίδα, Βόλο, Θεσσαλονίκη, Πειραιά…
Τα μέρη της Καβάλας οι Αγιοπαρασκευούσοι ψαράδες τα γνώριζαν από παλιά. Ακόμη και μετά το 1913 που η Καβάλα εντάχθηκε στο ελληνικό κράτος, τα χωριανά καΐκια (αν και «οθωμανικά») είχαν την άδεια των τοπικών ελληνικών αρχών να ψαρεύουν στις παράκτιες περιοχές μας και παρέμεναν εδώ για αρκετούς μήνες. Στις προφορικές μαρτυρίες των παλιότερων και στα «τσουρμαρίσματα» (τα ρυθμικά τραγούδια για την κίνηση των κουπιών) αναφέρονται καλάδες, ναυάγια και άλλα περιστατικά που είχαν συμβεί στην Καβάλα, στη Θάσο, τις Ελευθερές κ.ά. Επίσης στο Νηολόγιο της Καβάλας βρήκαμε καΐκια χωριανών με χρονολογίες καταγραφής πριν το 1920, που υποδηλώνει ότι κάποιες οικογένειες είχαν καταφύγει εδώ τον καιρό των πρώτων διωγμών (1914-1918).
Ήξεραν λοιπόν ότι στην Καβάλα μπορούσαν να κάνουν ένα νέο ξεκίνημα στη ζωή τους. Στην πόλη μας πρέπει να εγκαταστάθηκαν 80-100 οικογένειες (ακριβή στοιχεία δεν υπάρχουν), από τις οποίες άλλες ήρθαν απευθείας εδώ κι άλλες αφού έμειναν ένα διάστημα στη Χίο ή τη Λέσβο. Βρήκαν στέγη σε ανταλλάξιμα της Παναγίας ή έχτισαν σπίτια στη συνοικία της Αγίας Παρασκευής. Η αποκατάσταση στη νέα πατρίδα ήταν πιο εύκολη για τους ψαράδες, αφού έφεραν τα καΐκια τους, το βιος τους, δεν πείνασαν τουλάχιστον, κάποιοι κουβάλησαν και λίγα πράγματα από το χωριό τους.
Μαζί με τους ψαράδες ήρθαν και άλλοι χωριανοί, «τόπακες», δηλ. στεριανοί, όπως ο δεύτερος παππούς μου (Θεόδωρος Ορφανίδης), που εργαζόταν εποχιακά σε καπνεργοστάσια της Καβάλας τουλάχιστον από το 1909, και η οικογένεια της γιαγιάς μου (το γένος Βλήτου), που είχε στο χωριό καταστήματα υφασμάτων και χρωμάτων και αμπέλια. Ακολούθησαν
τον άντρα της μεγαλύτερης κόρης και αδελφής, τον τρατάρη Γιάννη Κουκιά.
Τα πρώτα χρόνια της εδώ εγκατάστασής τους οι χωριανοί ψαράδες δούλευαν με τα ίδια τρατοκάικα, αυτά που ήρθαν από την Αγία Παρασκευή (κάποια σκαριά διατηρήθηκαν μέχρι και την Κατοχή). Όμως ο παραδοσιακός τρόπος ψαρέματος δεν κράτησε πολύ: Γύρω στα 1930 άρχισαν να μπαίνουν στα καΐκια οι πετρελαιομηχανές, σταδιακά κατέβηκαν τα πανιά και από τις τράτες καταργήθηκαν τα κουπιά. Την ίδια εποχή οι ανεμότρατες έβαλαν τις «πόρτες» και έγιναν «μονές». Αργότερα, μετά τον Πόλεμο, μπήκαν και τα βίντσια και έτσι το τράβηγμα των διχτυών με τα χέρια και τα «φουρνέλια» έγινε παρελθόν. Με τα μηχανικά μέσα μειώθηκαν τα μέλη του πληρώματος, ενώ με τον πάγο και τα ψυγεία οι ψαροπούλες δεν ήταν πια απαραίτητες.
Ωστόσο παρά τις αλλαγές η παράδοση κρατούσε: Μέχρι τον Πόλεμο του 1940 σχεδόν όλες οι τράτες και ανεμότρατες της Καβάλας βρίσκονταν στα χέρια των προσφυγικών οικογενειών από την Αγία Παρασκευή του Τσεσμέ, ενώ τα γρι-γρι ανήκαν κυρίως στους «μπουγαζιανούς», δηλ. στους πρόσφυγες από τις μικρασιατικές ακτές του Μαρμαρά. Ακόμη και στις αρχές της δεκαετίας του 1970 υπήρχαν στην Καβάλα περίπου 40 τράτες και ανεμότρατες, που ανήκαν σε απογόνους προσφύγων από την Αγία Παρασκευή.
Με τον ερχομό των ψαράδικων προσφυγικών πληθυσμών αυξήθηκε κατακόρυφα η αλιευτική παραγωγή στην περιοχή μας, όπως και σε όλη την Ελλάδα. Γύρω στα 1950, χάρη και στον εκσυγχρονισμό των αλιευτικών μέσων, η ετήσια παραγωγή της Καβάλας ξεπερνούσε τους 1.500 τόνους ψαριών και η αλιεία ήταν ένας από τους πιο δυναμικούς κλάδους της τοπικής οικονομίας. Περίπου 1.500 άτομα εργάζονταν στον κύκλο της παραγωγής, διακίνησης και επεξεργασίας των ψαριών: αλιεργάτες, ιχθυέμποροι, μεταφορείς, κιβωτοποιοί, υπάλληλοι κ.ά. Η ιχθυοπαραγωγή κάλυπτε τις ανάγκες της τοπικής αγοράς, μεγάλες ποσότητες έπαιρναν το δρόμο της εξαγωγής και περίπου 800 τόνοι το χρόνο απορροφούνταν από τις τοπικές βιοτεχνίες αλιπάστων, που έδιναν μόνιμη απασχόληση σε 400 εργάτριες.
Σ’ αυτό συνέβαλαν και οι χωριανοί πρόγονοί μας. Επειδή το παρόν κείμενο είναι μια εκπλήρωση χρέους, ας μας επιτραπεί να τους αναφέρουμε (όσους κράτησε η μνήμη των μεγαλύτερων κι όσους εντοπίσαμε στις γραπτές πηγές): Καραβοκύρηδες τρατάρηδες και
ανεμοτρατάρηδες ήταν οι χωριανές οικογένειες Αγγελιδάκη, Αθηνιώτη, Ανδρεαδάκη, Αξιώτη («Μπουγιέτα»), Ασλάνη, Βαζάκα, Βαρδάκα, Γιαγκουδάκη (ή Καδή), Γούπα, Καραμπουρνιώτη, Καρασταμάτη («Τσουβάλα»), Καρδιόλακα, Κάψα, Κουκιά, Κουλαξίζη, Λυκουρίνου (ή Παρασχάρα), Μπάφα, Μπιτάδου (ή Κοντονικολή), Μπουσέ, Μυλωναδάκη, Πουλή, Τζούμα και Χατζηγεωργίου. Γρι –γρι είχαν οι οικογένειες Κοκοκύρη και Σωτηρόπουλου. Με το εμπόριο αλιευμάτων ασχολήθηκαν οι οικογένειες Αθηνιώτη, Βουτσή, Καραμπουρνιώτη, Κοϊδάκη, Κώνστα, Σωτηρόπουλου, Τζούμα, Τηγανίτα και Χατζηγεωργίου, ενώ καραβομαραγκοί ήταν οι οικογένειες Βαζάκα και Τσουρού. Τα προαναφερόμενα οικογενειακά ονόματα μπορεί να αντιστοιχούν σε ένα σόι, σε οικογένειες αδελφών ή ξαδέλφων, άρα και σε πολλά καΐκια. Παράδειγμα οι «Τζούμηδες» (απόγονοι του μεγαλοκαραβοκύρη και προύχοντα της Αγίας Παρασκευής Δημητρίου Τζούμα – Καπή), που κατά καιρούς είχαν περισσότερα από δέκα τρατοκάικα. Σημειώνουμε ακόμη ότι τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα οι λίγες «ξένες» ανεμότρατες της Καβάλας είχαν χωριανό καπετάνιο.
Από τις δεκαετίες του 1970 και 1980 διαμορφώθηκε ένα νέο τοπίο στην ελληνική φυσικά και στην τοπική αλιεία: Τα νέα καΐκια εξοπλίστηκαν με τα μέσα της μηχανικής και ηλεκτρονικής τεχνολογίας, περιορίστηκε η αλιευτική περίοδος, άλλαξε ριζικά η σύνθεση των πληρωμάτων και οι περισσότεροι παραδοσιακοί ψαράδες αποκατέστησαν τα παιδιά τους στη στεριά, μακριά από τα βάσανα της θάλασσας. Ακόμη και σήμερα όμως, αν κάνεις ένα γύρο στις μεγάλες ιχθυόσκαλες της Ελλάδας και ρωτήσεις τους τρατάρηδες «από πού βαστά η σκούφια τους», θα μάθεις ότι πολλοί είναι απόγονοι εκείνων των σπουδαίων ναυτικών και ψαράδων που ήρθαν πρόσφυγες από την Αγία Παρασκευή, τον Τσεσμέ ή την Κάτω Παναγιά της Ερυθραίας.
Τα παλιά γραφικά καΐκια υπάρχουν πια μόνο σε φωτογραφίες και οι άνθρωποι της πρώτης προσφυγικής γενιάς, όσοι γεννήθηκαν στην «πατρίδα», έχουν φύγει σχεδόν όλοι. Παραμένουν όμως στις μνήμες μας και ζουν μέσα από τις διηγήσεις, τα ευτράπελα, τα τραγούδια και μέσα από τις παροιμιακές φράσεις και τους ιδιωματισμούς της τρατάρικης γλώσσας μας. Ο αχός του τίμιου μόχθου τους πλανιέται ακόμη στις θάλασσες, στις ιχθυόσκαλες και στα λιμάνια μας.
Αγία Παρασκευή του Τσεσμέ
Οι τρατάρηδες της Αγίας Παρασκευής του Τσεσμέ
Στη χερσόνησο της Ερυθραίας, σε απόσταση 5 χιλιομέτρων από τον Τσεσμέ, βρισκόταν η Αγία Παρασκευή
ή Κιόστε (σημερινό Dalyan), ένα παραθαλάσσιο χωριό με αμιγή ελληνικό πληθυσμό 5.000 κατοίκων. Μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή η Αγία Παρασκευή ήταν το μεγάλο καπετανοχώρι της Μικράς Ασίας, το μόνο χωριό στα μικρασιατικά παράλια του Αιγαίου που διέθετε συγκροτημένο αλιευτικό στόλο.
Οι Αγιοπαρασκευούσοι ήταν σπουδαίοι ναυτικοί και ψαράδες. Γνώριζαν όλα τα περάσματα και τις «καλάδες» στις θάλασσες του Αιγαίου –από τα Δωδεκάνησα μέχρι τα θρακικά παράλια και τον κόλπο της Καβάλας – και με τράτες, ανεμότρατες και περάματα (ψαροπούλες) ψάρευαν και εμπορεύονταν χιλιάδες τόνους ψάρια, συναγωνιζόμενοι τους μαρμαρινούς γεμιτζήδες.
Το χωριό διέθετε περισσότερα από 300 αλιευτικά: Περίπου 100 τράτες με κουπιά, που είχαν η κάθε μία πλήρωμα 15-20 ανδρών, πάνω από 100 ιστιοφόρες ψαροπούλες, με πλήρωμα 2-3 ανδρών, πάνω από 30 ζευγάρια (δηλ. πάνω από 60) ανεμότρατες, με πλήρωμα 3-5 ανδρών το κάθε καΐκι, και περισσότερα από 50 παστωτζήδικα, εμπορικά και άλλα καΐκια! Κάθε τρατοκάικο απέδιδε κατά μέσο όρο 400 χρυσές λίρες το χρόνο!
Μέχρι το 1914 αλλά και μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή οι ψαράδες της Αγίας Παρασκευής ήταν οι μόνοι που γνώριζαν την τέχνη της αλιείας με τράτα και ανεμότρατα, δηλ. το σύστημα αλιείας βυθού με συρόμενο σάκο. Τράτες και ανεμότρατες δεν υπήρχαν τότε ούτε στην υπόλοιπη Μικρά Ασία ούτε στην Ελλάδα. Η ελληνική αλιεία περιοριζόταν ακόμη σε παραγάδια, μανωμένα δίχτυα, συρτές, καθετές, γρύπους και σε παράνομες μορφές ψαρέματος, φλόμους και δυναμίτιδες. Αυτές οι μορφές αλιείας, τοπικής κλίμακας και περιορισμένης απόδοσης, δεν μπορούσαν να καλύψουν τις ανάγκες των ελληνικών και τουρκικών παραθαλάσσιων πόλεων. Τις μεγάλες ποσότητες φρέσκων ψαριών τις προμήθευαν τα τρατοκάικα της Αγίας Παρασκευής, που ψάρευαν σ’ όλο το Αιγαίο και καθημερινά με τις ψαροπούλες τους εφοδίαζαν τις μεγάλες αγορές (Σμύρνη, Θεσσαλονίκη, Καβάλα κ.ά.).
Πεζότρατες, «ψάρενες» (ατελείς μορφές ανεμότρατας) και «γκαγκάβες» (σάκοι για την αλιεία σφουγγαριών) υπήρχαν από πολύ παλιά στο χωριό και πρέπει να ήταν προϊόν της τοπικής ναυτικής παράδοσης. Όμως την εξελιγμένη μορφή της ανεμότρατας την έμαθαν μάλλον από τους Ιταλούς, οι οποίοι ψάρευαν στο Αιγαίο χρησιμοποιώντας και ναύτες από την Αγία Παρασκευή. Έτσι εξηγούνται και οι ιταλικές λέξεις της τρατάρικης γλώσσας τους για τα μέρη του καϊκιού, τα ξάρτια, τα δίχτυα και τις εργασίες (π.χ. «πρίμα σέρα» = η πρώτη βραδινή «καλάδα»). Γύρω στα 1900 άρχισε να διαδίδεται η νέα, πιο αποδοτική μορφή ψαρέματος και σύντομα πολλές τράτες μετατράπηκαν σε ανεμότρατες.
Μετά το 1914 και κυρίως μετά το 1922 οι Αγιοπαρασκευούσοι εγκαταστάθηκαν σε διάφορα μέρη της Ελλάδας και μετέδωσαν την τρατάρικη και ανεμοτρατάρικη τέχνη και σ’ άλλους ψαράδες. Κάτι ανάλογο έγινε και με τους προσφυγικούς πληθυσμούς από τα μικρασιατικά παράλια και την Προποντίδα, που μετέδωσαν την τέχνη της επιφανειακής αλιείας (γρι-γρι).
Στα καΐκια οφείλεται η οικονομική ευμάρεια του χωριού και η πλούσια πολιτιστική ζωή του αλλά και η σωτηρία των χωριανών εκείνες τις τραγικές μέρες του Μαΐου 1914 και του 1922. Όσα καΐκια έτυχε να δουλεύουν κοντά στο χωριό μετέφεραν το σύνολο του πληθυσμού αρχικά στη Χίο και μετά σε άλλα μέρη της Ελλάδας. Τα μόνα θύματα της Αγίας Παρασκευής οφείλονταν στο «μπατάρισμα» ενός υπερφορτωμένου καϊκιού μέσα στις συνθήκες του πανικού.
Η Μικρασιατική Καταστροφή ξερίζωσε τους ανθρώπους από την πατρογονική γη, τους χώρισε από τους χωριανούς, τους συγγενείς και τους φίλους και τους σκόρπισε στους «πέντε ανέμους», στα λιμάνια και τους ψαρότοπους της Ελλάδας: Καβάλα, Σκιάθο, Νέα Μηχανιώνα, Νέα Κρήνη, Αλεξανδρούπολη, Χαλκίδα, Βόλο, Θεσσαλονίκη, Πειραιά…
Τα μέρη της Καβάλας οι Αγιοπαρασκευούσοι ψαράδες τα γνώριζαν από παλιά. Ακόμη και μετά το 1913 που η Καβάλα εντάχθηκε στο ελληνικό κράτος, τα χωριανά καΐκια (αν και «οθωμανικά») είχαν την άδεια των τοπικών ελληνικών αρχών να ψαρεύουν στις παράκτιες περιοχές μας και παρέμεναν εδώ για αρκετούς μήνες. Στις προφορικές μαρτυρίες των παλιότερων και στα «τσουρμαρίσματα» (τα ρυθμικά τραγούδια για την κίνηση των κουπιών) αναφέρονται καλάδες, ναυάγια και άλλα περιστατικά που είχαν συμβεί στην Καβάλα, στη Θάσο, τις Ελευθερές κ.ά. Επίσης στο Νηολόγιο της Καβάλας βρήκαμε καΐκια χωριανών με χρονολογίες καταγραφής πριν το 1920, που υποδηλώνει ότι κάποιες οικογένειες είχαν καταφύγει εδώ τον καιρό των πρώτων διωγμών (1914-1918).
Ήξεραν λοιπόν ότι στην Καβάλα μπορούσαν να κάνουν ένα νέο ξεκίνημα στη ζωή τους. Στην πόλη μας πρέπει να εγκαταστάθηκαν 80-100 οικογένειες (ακριβή στοιχεία δεν υπάρχουν), από τις οποίες άλλες ήρθαν απευθείας εδώ κι άλλες αφού έμειναν ένα διάστημα στη Χίο ή τη Λέσβο. Βρήκαν στέγη σε ανταλλάξιμα της Παναγίας ή έχτισαν σπίτια στη συνοικία της Αγίας Παρασκευής. Η αποκατάσταση στη νέα πατρίδα ήταν πιο εύκολη για τους ψαράδες, αφού έφεραν τα καΐκια τους, το βιος τους, δεν πείνασαν τουλάχιστον, κάποιοι κουβάλησαν και λίγα πράγματα από το χωριό τους.
Μαζί με τους ψαράδες ήρθαν και άλλοι χωριανοί, «τόπακες», δηλ. στεριανοί, όπως ο δεύτερος παππούς μου (Θεόδωρος Ορφανίδης), που εργαζόταν εποχιακά σε καπνεργοστάσια της Καβάλας τουλάχιστον από το 1909, και η οικογένεια της γιαγιάς μου (το γένος Βλήτου), που είχε στο χωριό καταστήματα υφασμάτων και χρωμάτων και αμπέλια. Ακολούθησαν
τον άντρα της μεγαλύτερης κόρης και αδελφής, τον τρατάρη Γιάννη Κουκιά.
Τα πρώτα χρόνια της εδώ εγκατάστασής τους οι χωριανοί ψαράδες δούλευαν με τα ίδια τρατοκάικα, αυτά που ήρθαν από την Αγία Παρασκευή (κάποια σκαριά διατηρήθηκαν μέχρι και την Κατοχή). Όμως ο παραδοσιακός τρόπος ψαρέματος δεν κράτησε πολύ: Γύρω στα 1930 άρχισαν να μπαίνουν στα καΐκια οι πετρελαιομηχανές, σταδιακά κατέβηκαν τα πανιά και από τις τράτες καταργήθηκαν τα κουπιά. Την ίδια εποχή οι ανεμότρατες έβαλαν τις «πόρτες» και έγιναν «μονές». Αργότερα, μετά τον Πόλεμο, μπήκαν και τα βίντσια και έτσι το τράβηγμα των διχτυών με τα χέρια και τα «φουρνέλια» έγινε παρελθόν. Με τα μηχανικά μέσα μειώθηκαν τα μέλη του πληρώματος, ενώ με τον πάγο και τα ψυγεία οι ψαροπούλες δεν ήταν πια απαραίτητες.
Ωστόσο παρά τις αλλαγές η παράδοση κρατούσε: Μέχρι τον Πόλεμο του 1940 σχεδόν όλες οι τράτες και ανεμότρατες της Καβάλας βρίσκονταν στα χέρια των προσφυγικών οικογενειών από την Αγία Παρασκευή του Τσεσμέ, ενώ τα γρι-γρι ανήκαν κυρίως στους «μπουγαζιανούς», δηλ. στους πρόσφυγες από τις μικρασιατικές ακτές του Μαρμαρά. Ακόμη και στις αρχές της δεκαετίας του 1970 υπήρχαν στην Καβάλα περίπου 40 τράτες και ανεμότρατες, που ανήκαν σε απογόνους προσφύγων από την Αγία Παρασκευή.
Με τον ερχομό των ψαράδικων προσφυγικών πληθυσμών αυξήθηκε κατακόρυφα η αλιευτική παραγωγή στην περιοχή μας, όπως και σε όλη την Ελλάδα. Γύρω στα 1950, χάρη και στον εκσυγχρονισμό των αλιευτικών μέσων, η ετήσια παραγωγή της Καβάλας ξεπερνούσε τους 1.500 τόνους ψαριών και η αλιεία ήταν ένας από τους πιο δυναμικούς κλάδους της τοπικής οικονομίας. Περίπου 1.500 άτομα εργάζονταν στον κύκλο της παραγωγής, διακίνησης και επεξεργασίας των ψαριών: αλιεργάτες, ιχθυέμποροι, μεταφορείς, κιβωτοποιοί, υπάλληλοι κ.ά. Η ιχθυοπαραγωγή κάλυπτε τις ανάγκες της τοπικής αγοράς, μεγάλες ποσότητες έπαιρναν το δρόμο της εξαγωγής και περίπου 800 τόνοι το χρόνο απορροφούνταν από τις τοπικές βιοτεχνίες αλιπάστων, που έδιναν μόνιμη απασχόληση σε 400 εργάτριες.
Σ’ αυτό συνέβαλαν και οι χωριανοί πρόγονοί μας. Επειδή το παρόν κείμενο είναι μια εκπλήρωση χρέους, ας μας επιτραπεί να τους αναφέρουμε (όσους κράτησε η μνήμη των μεγαλύτερων κι όσους εντοπίσαμε στις γραπτές πηγές): Καραβοκύρηδες τρατάρηδες και
ανεμοτρατάρηδες ήταν οι χωριανές οικογένειες Αγγελιδάκη, Αθηνιώτη, Ανδρεαδάκη, Αξιώτη («Μπουγιέτα»), Ασλάνη, Βαζάκα, Βαρδάκα, Γιαγκουδάκη (ή Καδή), Γούπα, Καραμπουρνιώτη, Καρασταμάτη («Τσουβάλα»), Καρδιόλακα, Κάψα, Κουκιά, Κουλαξίζη, Λυκουρίνου (ή Παρασχάρα), Μπάφα, Μπιτάδου (ή Κοντονικολή), Μπουσέ, Μυλωναδάκη, Πουλή, Τζούμα και Χατζηγεωργίου. Γρι –γρι είχαν οι οικογένειες Κοκοκύρη και Σωτηρόπουλου. Με το εμπόριο αλιευμάτων ασχολήθηκαν οι οικογένειες Αθηνιώτη, Βουτσή, Καραμπουρνιώτη, Κοϊδάκη, Κώνστα, Σωτηρόπουλου, Τζούμα, Τηγανίτα και Χατζηγεωργίου, ενώ καραβομαραγκοί ήταν οι οικογένειες Βαζάκα και Τσουρού. Τα προαναφερόμενα οικογενειακά ονόματα μπορεί να αντιστοιχούν σε ένα σόι, σε οικογένειες αδελφών ή ξαδέλφων, άρα και σε πολλά καΐκια. Παράδειγμα οι «Τζούμηδες» (απόγονοι του μεγαλοκαραβοκύρη και προύχοντα της Αγίας Παρασκευής Δημητρίου Τζούμα – Καπή), που κατά καιρούς είχαν περισσότερα από δέκα τρατοκάικα. Σημειώνουμε ακόμη ότι τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα οι λίγες «ξένες» ανεμότρατες της Καβάλας είχαν χωριανό καπετάνιο.
Από τις δεκαετίες του 1970 και 1980 διαμορφώθηκε ένα νέο τοπίο στην ελληνική φυσικά και στην τοπική αλιεία: Τα νέα καΐκια εξοπλίστηκαν με τα μέσα της μηχανικής και ηλεκτρονικής τεχνολογίας, περιορίστηκε η αλιευτική περίοδος, άλλαξε ριζικά η σύνθεση των πληρωμάτων και οι περισσότεροι παραδοσιακοί ψαράδες αποκατέστησαν τα παιδιά τους στη στεριά, μακριά από τα βάσανα της θάλασσας. Ακόμη και σήμερα όμως, αν κάνεις ένα γύρο στις μεγάλες ιχθυόσκαλες της Ελλάδας και ρωτήσεις τους τρατάρηδες «από πού βαστά η σκούφια τους», θα μάθεις ότι πολλοί είναι απόγονοι εκείνων των σπουδαίων ναυτικών και ψαράδων που ήρθαν πρόσφυγες από την Αγία Παρασκευή, τον Τσεσμέ ή την Κάτω Παναγιά της Ερυθραίας.
Τα παλιά γραφικά καΐκια υπάρχουν πια μόνο σε φωτογραφίες και οι άνθρωποι της πρώτης προσφυγικής γενιάς, όσοι γεννήθηκαν στην «πατρίδα», έχουν φύγει σχεδόν όλοι. Παραμένουν όμως στις μνήμες μας και ζουν μέσα από τις διηγήσεις, τα ευτράπελα, τα τραγούδια και μέσα από τις παροιμιακές φράσεις και τους ιδιωματισμούς της τρατάρικης γλώσσας μας. Ο αχός του τίμιου μόχθου τους πλανιέται ακόμη στις θάλασσες, στις ιχθυόσκαλες και στα λιμάνια μας.
Μεταφορά απο ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΩΝ του Δημήτρη Τσαμπά https://www.facebook.com/groups/apogmikras/permalink/10150418648209946/