Αν γνωρίζαμε τη δύναμη μας!

Κυριακάτικο πρωινό , με τον συνάδελφο και φίλο μου τον Τάκη ξεκινήσαμε χαράματα με το αυτοκίνητο να πάμε για το προγραμματισμένο από καιρό ψάρεμα απ έξω.

Ο προορισμός μας απείχε περίπου δύο ώρες από τη Θεσσαλονίκη και ήταν ένας φανταστικός κολπίσκος, φυσικό λιμάνι με μία μικρή τσιμεντένια <<σκάλα>> που έδεναν οι ντόπιοι ψαράδες τις βάρκες τους.
Μας άρεσε το μέρος γιατί ήταν πολύ ήσυχο ,σχεδόν ερημικό ,με άγρια ομορφιά, δίχως κάποιο χωριό δίπλα του, με μοναδικό ίχνος πολιτισμού ένα παλιό μικρό καφενεδάκι για τους ψαράδες στο κέντρο του κολπίσκου λίγα μέτρα από το σκάσμα των κυμάτων και με μια γερασμένη συκιά στον μικρό αυλιο χώρο. Ιδανικός τόπος για ηρεμία και πνευματική αποτοξίνωση.
Απαραίτητη απόδραση, γιατί τον τελευταίο καιρό δεν πάνε καλά οι δουλειές λόγω της οικονομικής κατάστασης και δεχόμαστε αφόρητες πιέσεις ,ακόμα και απειλές για απόλυση, από κάποια μεγαλοστελέχη.
Φτάσαμε λίγο μετά το χάραμα, βγάλαμε από το πορτ μπαγκαζ τα πολυάγκιστρα και τα καρεκλάκια μας και τραβήξαμε για το κεφαλόσκαλο.
Στόχος μας να πιάσουμε λαβράκια. Άλλωστε το μέρος φημίζονταν σαν <<λαβρακότοπος>>. Ντυμένοι με χοντρά ρούχα προσπαθούσαμε να αντέξουμε το χειμωνιάτικο πρωινό κρύο.
Ο μουντός καιρός και η θαλασσινή υγρασία αισθανόσουν να σου πιρουνιάζουν τα κόκαλα. Κάπου κάπου έπεφτε και από καμία ψιχάλα. Ρίξε βγάλε την πετονιά για να ελέγξουμε εάν η δολωμένη σαρδέλα παρέμενε πάνω στο πολυάγκιστρο ,βράχηκαν τα χέρια μας και μετά από καμία ώρα <<ξύλιασαν>>.
Η αλήθεια είναι ότι δεν παίρναμε τσιμπιά. Το καφενεδάκι φάνταζε η ιδανικότερη λύση και ήταν το μοναδικό μας καταφύγιο αλλά κανείς δεν τολμούσε να το προτείνει στον άλλο.
-Ρε μεγάλε, μου λέει κατά τις εννιά ο Τάκης, δεν βλέπω να έχει χαΐρι. Τι θα έλεγες να πάμε για ένα ζεστό νές καφέ στο καφενεδάκι απέναντι;
Εάν είναι ανοιχτό δεν έχω αντίρρηση απάντησα τάχα αδιάφορα, ενώ από μέσα μου πανηγύριζα.
Μαζέψαμε εν ριπή οφθαλμού τα συμπράγκαλα μας τα κλειδώσαμε στο πορτ μπαγκάζ και τραβήξαμε για το καφενείο.
Ανοίξαμε δειλά την πόρτα και τρυπώσαμε μέσα. Καλημερίσαμε τους δύο μοναδικούς θαμώνες που κάθονταν δίπλα στο παράθυρο και τραβήξαμε ίσα ευθεία σε ένα μονό τραπέζι δίπλα στην ξυλόσομπα που μπουμπούνιζε από το πουρνάρι που έκαιγε.Βολευτήκαμε γρήγορα σέρνοντας τις καρέκλες μας όσο ποιο κοντά μπορούσαμε στη σόμπα απλώνοντας τα χέρια μας πάνω της για να ζεσταθούν.
Η επόμενη κίνηση μας ήταν να ρίξουμε μια ματιά στα κλεφτά στους συνδαιτυμόνες για να δούμε εάν έπιναν καφέ. Στο τραπέζι τους πάνω υπήρχαν δύο ποτηράκια με ρακί. Ψαράδες φαινόντουσαν γιατί ο ένας εκ των δύο ,ο μεσήλικας ,με σκαμμένο από τις κακουχίες πρόσωπο και το ψιλό μουστακάκι σε στυλ Ερολ Φλίν, λέντιζε ένα χοντρό παραγάδι.
-Δύο ζεστά νες καφέ σας παρακαλώ, το ένα γλυκό με γάλα και το άλλο μέτριο χωρίς, παρήγγειλα στην γιαγιούλα που ήταν στο μικρό κουζινάκι.
-Μόνο ελληνικό έχουμε εδώ γιέ μου, μου απάντησε καλοσυνάτα η ηλικιωμένη κυρία.
Έδωσα παραγγελία για δύο μέτριους Ελληνικούς έχοντας την εντύπωση ότι οι ψαράδες μου έριξαν μια λοξή άγρια ματιά σαν να μού έλεγαν << πού βρίσκεσαι ρε φίλε, στο Σέρατον>>!
Μαζεύτηκα στο καβούκι μου περιμένοντας το σερβίρισμα.
-Καπτάνιο να σε ρωτήσω κάτι; είπε ο Τάκης σαν ποιο επικοινωνιακός (διακεκριμένος ασφαλιστής γαρ),απευθυνόμενος στον μεσήλικα δίχως να λάβει απάντηση.
-Για σκυλόψαρα είναι το παραγάδι; Συνέχισε απτόητος.
Η απάντηση ήλθε από τον νεότερο που δεν τον έκανες πάνω από εικοσιπέντε.
-Για τούνες είναι μάστορα, και δεν είναι παραγάδι. Είναι χόντρη πετονιά με παράμαλο από συρματόσκοινο και ειδικό αγκίστρι.
-E, όχι και μάστορα, σιγοψιθύρισε ο Τάκης στρεφόμενος προς τα μένα, φανερά ενοχλημένος.
-Μέχρι πόσα κιλά ψάρι μπορεί να αντέξει η συγκεκριμένη πετονιά πε παλικάρι; συνέχισε να ρωτά ο Τάκης.
-Μέχρι και 400 κιλά τούνα πιάσαμε τις προάλλες.
-Τι μου λες τώρα και δεν κόβετε η πετονιά; Πώς τον ανεβάζετε τον τόνο, με γερανό; Είναι μεγάλο το καΐκι σας; Βομβάρδιζε με ερωτήσεις ο Τάκης!
-Βλέπεις κανένα καΐκι στο λιμανάκι μάστορα και κανένα γερανό απάντησε ο νεαρός χαμογελώντας με μια ελαφρά δόση ειρωνείας. Με την βάρκα που είδατε έξω πάμε στο ψάρεμα και με τα χέρια την ανεβάζουμε την τούνα. Θέλει πολλές ώρες παίδεμα για να την κουράσεις και τεχνική να την ανεβάσεις. Θέλει μαστοριά και πονηράδα. Χρησιμοποιούμε και πλαστικά βαρελάκια ,έχει διαδικασία, τι να σου λέω. Πολλές φορές όταν πιαστεί δένουμε την πετονιά στη βάρκα και μας σέρνει για ώρες μέχρι να κουραστεί.
-Καλά τόσο δυνατό ψάρι, ψέλλισα, δεν είναι επικίνδυνο το ψάρεμα του με μοναδικό εργαλείο τα ανθρώπινα χέρια;
-Αν η τούνα ήξερε την δύναμη της αγαπητέ μου θα μας έπαιρνε και θα μας σήκωνε. Αυτές πάνε όλες μαζί κοπαδιαστά. Αν πηδούσαν γύρω μας θα βούλιαζε η βάρκα, είπε ο μεσήλικας ψαράς τραβώντας μία γερή ρουφηξιά από το τσιγάρο του. Δυστυχώς γι αυτή και ευτυχώς για μας δεν την γνωρίζει!
Τι λες εκεί, σκέφτηκα, τι σου είναι η φύση! Άκου δεν γνωρίζει την δύναμη της!
Τελικά ο καλός Θεός μας προίκισε με την λογική εμάς τους ανθρώπους γι αυτό ξεχωρίζουμε από τα άλλα πλάσματα του.H μήπως όχι!
Λες και εμάς τους φιλήσυχους εργαζόμενους νομοταγείς πολίτες στην ανθρώπινη κοινωνία να μας θεωρούν ανθρώπινες τούνες και να μας εκμεταλλεύονται κάποιοι δήθεν <<έξυπνοι>> πονηροί και να καταδυναστεύουν τη ζωή μας;
Μήπως αριβίστες και άτομα δίχως επαγγελματική και κοινωνική ηθική καταπατούν τα δικαιώματα μας;
Μήπως κάποιοι κακώς εννοούμενοι συνάνθρωποι μας, δημιούργησαν διάφορες κάστες και εκμεταλλεύονται τις εξουσίες νομοθετικές και εκτελεστικές προς ίδιον όφελος;
Μήπως κάποιοι ξεδιάντροποι , στο βωμό του εύκολου και γρήγορου πλουτισμού θυσιάζουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια ,δημιουργούν κοινωνική υποβάθμιση, σπέρνουν τη δυστυχία και φτάνουν τους πολίτες σε απόγνωση;
Μήπως κάποια στιγμή θα πρέπει να αφήσουμε τα βαθιά σκοτεινά νερά που τάχα μας παρέχουν ασφάλεια και μας προστατεύουν και να ξεχυθούμε στον αφρό σαν ανθρώπινο κοπάδι βουλιάζοντας αυτούς που ψαρεύουν τις ζωές μας;

-Τα καφεδάκια σας, ακούστηκε η φωνή της γιαγιάς, στην υγειά σας!

-Να είστε καλώ ,ευχαριστώ, απάντησα επανερχόμενος στην πραγματικότητα.



Αναδημοσίευση από  7/12/2012 ΤΣΑΜΠΑΡΛΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ