Το Χριστουγεννιάτικο παραμύθι της Νέας Κρήνης.

 

  


Παραμονή Χριστουγέννων 1959 ξημερώματα στην Νέα

 Κρήνη. Το βραδινό χιονόνερο έγινε πρωινό χιονάκι. Το 

κρύο ήταν τσουχτερό και σου τρυπούσε το μεδούλι.   

Οι ξυλόσομπες έκαιγαν μέρα και νύχτα στις προσφυγικές

 μονοκατοικίες για να τις ζεστάνουν.

Η μυρουδιά από καμένο ξύλο σκέπαζε όλο το χωριό. Έτσι έλεγαν τότε τη συνοικία

 οι παλιοί Κρηνιώτες. που ήταν όλοι πρόσφυγες Μικρασιάτες.

Στις πέντε το πρωί χτύπησε η καμπάνα και καλούσε τους πιστούς για την Χριστουγεννιάτικη 

ακολουθία. Οικογένειες με τα φαναράκια στο χέρι  ανέβαιναν την οδό Σμύρνης προς την

 εκκλησιά της Αγίας Παρασκευής.

Από τα χαράματα η γειτονιά είχε ξυπνήσει.  Άλλοι για για τις γιορτινές   ετοιμασίες, άλλοι για

 τον φούρνο του κυρ Τάκη με τα ταψιά  στα χέρια και οι πιτσιρικάδες για να πουν τα

 κάλαντα.

 Ετοιμασίες ,ψώνια και ζυμώματα  ήταν  οι προτεραιότητες των περισσοτέρων νοικοκυρών!

Όλη η Κρήνη περίμενε πώς και πώς αυτή τη μέρα, ή μάλλον σχεδόν όλη!

Και αυτό γιατί, σε μία γωνιά του συνοικισμού, μέσα σε μια παράγκα από λαμαρίνες και 

ξυλοτέξ,  ζούσε μια φτωχή οικογένεια δίχως παιδιά.

 Ο Αλέκος με την γυναίκα του την κυρά Άννα.                    



Στον Αλέκο οι Κρηνιώτες  κώλυσαν το  Παρατσούκλι  <<ο

 βαρύς>>, όχι γιατί ήταν  παχύς  με πολλά κιλά, αλλά

αντιθέτως. Ίσως  επειδή ήταν κοντούλης  και αδύνατος,  να

 του έδωσαν  αυτό το παρατσούκλι και ίσως   κατ άλλους γιατί

 αγαπούσε πολύ το πιοτό και  όταν  έπινε κάνα δύο 

ποτηράκια παραπάνω  παραντουρούσε,   μιλούσε αργά και τα

 λόγια του έβγαιναν  βαριά, μάγκικα και μπερδεμένα.

 Από δουλειά, ότι λάχει. Μια τον έβρισκες στη θάλασσα

 πλήρωμα σε κόπια  ανεμότρατα,  την  άλλη  στη στεριά σαν εργάτη σε κανένα μερεμέτι και

 κάπου κάπου έκανε και τον  μπογιατζή  της κακιάς ώρας.

Παρ όλα αυτά ήταν καλός άνθρωπος ο Αλέκος και άκακος. Το μόνο ελάττωμα του ήταν το 

πιοτί και αυτό το χούι το απέκτησε  για να ξεφεύγει από τη γκρίνια της  γυναίκας του και 

μέσα από τη θολούρα του πιοτού για να ξέχνα τη φτώχεια του.

Την φοβόταν την κυρά Άννα, την έτρεμε και δεν έβγαζε άχνα όταν τον κατσάδιαζε

 βλέποντας τον μεθυσμένο.

Ξημέρωνε παραμονή των Χριστουγέννων!

Η κυρά Άννα σαν καλή Χριστιανή που ήταν σηκώθηκε  από το χάραμα  και κίνησε για την

 εκκλησιά της Αγίας Παρασκευής για να κοινωνήσει. 


Ο Αλέκος ήταν πιστός Χριστιανός και
 

Θεοφοβούμενος, αλλά δεν πολυπήγαινε

 στην εκκλησία γιατί δεν είχε κυριακάτικα

 ρούχα  και ντρέπονταν τους συγχωριανούς.

Του άρεσε  να  χουζουρεύει  δίπλα στη

 σόμπα, να ρίχνει και κανένα κάστανο στο

 καπάκι  της, που ήταν το αγαπημένο του

 συνοδευτικό   με το ρακί. Αραιά και

 πού ,όταν περίσσευε  καμιά  δεκάρα, έψηνε τα βράδια  στη χόβολη  και  κανένα  

 καραμαλίδικο . Μετά αφήνονταν  να  ταξιδεύει νοερά σε μέρη αλαργινά. 

 Η ώρα περνούσε και σκέφτηκε να ψήσει το  πρωινό του καφεδάκι. Επειδή έλειπε η κυρά 

Άννα, μπήκε στο μυαλό του η ιδέα να σφίξει πρώτα ένα ρακάκι και μετά όταν γυρίσει η

 γυναίκα του να τον πιούνε μαζί τον καφέ.

Σηκώθηκε και άνοιξε το ντουλαπάκι που  ήταν  κάτω από το νεροχύτη.

Άρχισε να  ψάχνει για το μπουκάλι με το ρακί αλλά μάταιος ο κόπος.

Η Άννα το είχε κρύψει κάπου καλά  για να μην  το βρει εύκολα. Άρχισε να ψάχνει όλη την

παράγκα χωρίς να έχει αποτέλεσμα.

Το βλέμμα του έπεσε  στον πήλινο κουμπαρά που ήτανε πάνω στο ράφι της κουζίνας.

Του μπήκε λογισμός να ξεκλέψει κανένα τάλιρο και να πάει στο μπακάλικο να πάρει λίγο

 ρακί για να το τσούξει λόγω της ημέρας.

Άνοιξε την εξώπορτα και έριξε μια γρήγορη ματιά στο δρόμο ,μην τυχόν και έσπαγε ο

 διάλος  το ποδάρι του και εμφανιζόταν ξαφνικά η γυναίκα του.

Έξω στην πλατεία Ύδρας επικρατούσε ησυχία! Έκλεισε βιαστικά την πόρτα και έτρεξε 

προς  το ράφι.

Κατέβασε τον κουμπαρά και προσπάθησε με το σουγιαδάκι του να βγάλει κανένα ψιλό.

Μάταιος ο κόπος. Η κυρά Άννα είχε διαλέξει κουμπαρά με στενή σχισμή που ίσα ίσα 

χωρούσαν τα κέρματα.

Και ενώ το πάλευε, από έξω  άκουσε  φασαρία.

 Από τον φόβο του μήπως γύρισε η κυρά του 

έτρεξε και έβαλε τον κουμπαρά στη θέση του 

και κάθισε δίπλα στη ξυλόσομπα.

Τελικά, ήταν μία παρέα παιδιών που δεν τα 

έβρισκαν στη μοιρασιά των φιλοδωρημάτων από  

τα κάλαντα και τσακώνονταν.

Ο κυρ Αλέκος, ξαναγύρισε στον πήλινο κουμπαρά

και ξεκίνησε πάλι την προσπάθεια να βγάλει 

κανένα ψιλό. Για την  κυρά Άννα πάντως, αυτός ο κουμπαράς ήταν όλο το βιός  της. Αυτά

 τα λεφτά τα μάζευε δεκάρα δεκάρα, φράγκο φράγκο, ξενοπλένοντας ρούχα.

Είχε και κάθε 15 τις πάστρες σε σπίτια των καπεταναίων  και συμπλήρωνε το φτωχικό 

οικογενειακό εισόδημα. Με  σκληρή οικονομία ξεπερίσσευε από κανένα τάλιρο για τον 

κουμπαρά.

Τα λεφτά αυτά τα φύλαγε  για τις γιορτές. Είχε κάνει το πρόγραμμα της.

Κάθε παραμονή των Χριστουγέννων έκανε πάντα το φαγητό που έμαθε από τη μάνα της, 

με την Τσεσμελίδικη συνταγή.

Πρώτα θα αγόραζε την παραμονή των Χριστουγέννων, ένα τρίκιλο κόκορα από το χασαπιό 

του κυρ Ντίνου.

Μετά   θα τον γέμιζε με κιμά σοταρισμένο  με ξερό κρεμμύδι, θα τον αρωμάτιζε με κανέλα 

 και μπαχάρι, μετά θα έκοβε μισό ματσάκι μαϊντανό και θα πρόσθετε κάστανα 

,κουκουνάρια,  λίγο κονιάκ και ένα δαφνόφυλλο και θα τον έραβε με την βελόνα την 

καπλαντού.

Ύστερα  θα τον έβραζε στην κατσαρόλα με ρυζάκι και θα

 τρώγανε το μεσημέρι  την σούπα με τον Αλέκο.

Αν και την παραμονή των Χριστουγέννων ο παππάς έλεγε ότι 

είναι ημέρα νηστείας, η κυρά  Άννα αν και θεοσεβούμενη το 

είχε αποφασίσει.

 Νηστεία ξενηστεία έλεγε, ο καλός μας Χριστούλης θα με 

συγχωρήσει, γιατί το έθιμο θέλει γεμιστό κόκορα. Έτσι το 

έφεραν οι γιαγιάδες και οι παππούδες από τη Μικρασία!

 Άλλωστε όλο το χρόνο λόγω της φτώχειας που τους έδερνε κάνανε αναγκαστική νηστεία.

 Την επαύριο ανήμερα των Χριστουγέννων θα έβαζε τον γεμιστό κόκορα στο ταψάκι  ,θα 

τον αλατοπιπέρωνε, θα έκοβε  πατατούλες και   θα  τον έψηνε στη ξυλόσομπα με 

αγελαδινό  βούτυρο να ροδοκοκκινίσει .

Θα έπαιρνε και από το μπακάλικο του κυρ Όθωνα του Ασλάνογλου  μισή οκά κόκκινο

 κρασί που ταίριαζε με τη γέμιση, θα αγόραζε  και τα σαλατικά και θα κάνανε με τον 

Αλέκο πλούσια Χριστούγεννα.

Για δε την πρωτοχρονιά, είχε σκοπό να κάνει λαχανοντολμάδες.

Θα  αγόραζε από τον φούρνο του κυρ Τάκη του Τριαντόγλου μία βασιλόπιττα και θα 

πήγαινε  στην Καλαμαριά να πάρει ξηρούς καρπούς και ξερά σύκα για να στολίσει

 το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι.

 Θα έπαιρνε και τα φρούτα της έτσι ώστε να μην της λείπει τίποτα χρονιάρα μέρα.

Αν περίσσευαν λεφτά είχε στο μυαλό της να πάρει και μία  βανίλια μαστίχα, χύμα καφέ

 από τον Κυφωνίδη και λίγο λικέρ μέντα για κέρασμα ,μη τυχόν και έρχονταν

 καμιά γειτόνισσα  για χρόνια πολλά και γινότανε ρεζίλι που δεν θα χε τίποτα να κεράσει.

Για τα Φώτα  έλεγε… έχει ο Θεός!

Έξω στους δρόμους από τα χαράματα παρά το κρύο και τη μουντάδα άρχισε να ζωντανεύει

 η γειτονιά.

  Ήταν οι παρέες των παιδιών  που βγήκαν να πουν τα κάλαντα. Οι παιδικές τους 

φωνούλες ξυπνούσαν γλυκά τους Κρηνιώτες.

Χτυπούσαν τις πόρτες και  φώναζαν δυνατά για να τους ανοίξουν …Να τα πούμε, να τα 

πούμε!!!Έτσι έφτασαν και έξω από την παράγκα του Αλέκου. Να τα πούμε; 

 Φώναξε το μεγαλύτερο παιδί. Και προτού  ακούσουν  κάποια απάντηση αρχίζανε να τα 

λένε!  


                          Χριστούγεννα πρωτούγεννα πρώτη γιορτή του χρόνου.
 
                          Αν  θέλετε  να  μάθετε  πως  ο  Χριστός  γεννιέται.
         
        Γεννιέται  και  αναθρέφεται  με μέλι  και  με γάλα.

        Το  μέλι τρων  οι άρχοντες το  γάλα  οι  αφεντάδες

         και  το  μελισσοβότανο  το  τρώνε  οι  κυράδες.

         Σ αυτό το σπίτι πού ρθαμε πέτρα  να μη ραγίσει

         κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει.

         Κι  ανοίξτε  τα  κουτάκια  σας τα κατάκληδωμένα

         και δώστε μας τον κόπο μας να πάμε σ άλλη πόρτα.

                                Και του χρόνου!        

                                          

Ο κυρ Αλέκος χαμήλωσε το λυχνάρι και  έκανε ησυχία μπας   και φύγουν γιατί δεν είχε

 στη τσέπη του δεκάρα τσακιστή.

Και του χρόνου ξαναφώναξαν όλα τα παιδιά μαζί. Μας τα πανε άλλοι απάντησε ο Αλέκος

 ο βαρύς.

Και του χρόνου κυρ Αλέκο! ξαναφώναξε η πιτσιρικαρία. Ακούγοντας το όνομα του 

 τον έπιασε το φιλότιμο. Παρ όλη τη φτώχια του ήτανε κιμπάρης άνθρωπος. Δεν ήθελε να  τον

 πούνε ματζίρη. Τι να κάνει ο καημένος, το μάτι του έπεσε και πάλι  στον πήλινο κουμπαρά.

Περιμένετε , περιμένετε βρε φασαριόζηδες μη σας πάρει ο διάτανος τον πατέρα είπε

 χαμογελώντας. Μισό λεφτό,  έρθομαι!

Πήρε το μπρούτζινο γουδοχέρι και έσπασε τον κουμπαρά.

 Χύθηκαν οι δεκάρες,  τα πενηντάλεπτα , τα φραγκοδίφραγκα και πέντε τάλιρα πάνω στη κουβέρτα 

του ντιβανιού.

Ελάτε βρέ πάρτε από ένα πενηντάλεφτο, χαλάλι σας. Και 

του  χρόνου!

Μετά από λίγο ξανακούστηκαν άλλα  παιδιά  να 

τραγουδάνε  ..σ αυτό το σπίτι πού ρθαμε  πέτρα να μη 

ραΐσει….

Πήρε ο Αλέκος  τα πενηντάλεπτα και τους τα μοίρασε.  

Δεκάρες δεν ήθελε να τους δώκει  γιατί ήτανε  παρ όλη 

τη  φτώχια του χουβαρντάς.

Κι  ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει ακούστηκαν οι  πανωμαχαλιωτικες 

παιδικές φωνούλες και ο  κυρ Αλέκος μοίραζε τα πενηντάλεπτα μέχρι που αυτά

 τέλειωσαν και άρχισε να δίνει  μπαξίσι τα φράγκα.

Να πάρτε ένα διφραγκάκι και μοιραστείτε το βρέ αγαλιάδες! Κι ανοίξτε τα κουτάκια σας τα 

κατάκληδωμένα, έψελνε  η πιτσιρικαρία  από τον κάτω μαχαλά και να τα φράγκα και να

 τα δίφραγκα  από τον κυρ Αλέκο  και στο τέλος του έμειναν  μόνο οι μισές  δεκάρες και δύο

 από τα δώδεκα τάλιρα τουκουμπαρά.

Μόλις αντιλήφθηκε τι έγινε άρχισαν να τον ζώνουν τα μαύρα τα φίδια που λέει ο λαός.

Άρχισε να σιγομουρμουρίσει. Αμάν! Τώρα; Τι κάνουμε; Τι λένε στην κυρά;O Θεός να βάλει

 το χέρι του.

Γυρνώντας η Άννα  από  την εκκλησία, ανοίγοντας την πόρτα  της παράγκας  είδε τον 

Αλέκο  να μαζεύει από την κουβέρτα  τα σπασμένα κομμάτια του κουμπαρά που ήταν

 ανακατεμένα  με τις πενταροδεκάρες και της ήρθε νταμπλάς. Έμεινε με το αντίδωρο που

 του έφερε ,στο χέρι!

 Τι έκανες βρε  αθεόφοβε! Τι έκανες τα λεφτά; Τάπχιες; Πώς θα πάω στον χασάπη και τον 

μπακάλη; Πώς θα ψουνίσω μέρα πούνε;

 Και λέγοντας αυτά πάτησε τα κλάματα. Θεέ μου βοήθα μας, ψέλλισε. Ο Αλέκος κούρνιασε 

στην καρέκλα του και άκουγε τον  εξάψαλμο αμίλητος.

Σχώραμε γυναίκα, δεν ήβαλα γουλιά στο στόμα μου, της είπε με τρεμάμενη φωνή. Ήρθαν

 κάτι γειτονάκια για τα κάλαντα και δεν μου ηπήαινε η καρδιά να τα διώξω . Ούλη η 

πιτσιρικαρία τση Κρήνης πέρασε από το φτωχικό  μας για τα χρόνια πολλά. Μάρτης μου ο 

Θεός!

Έμειναν έτσι να κοιτάει ο ένας τον άλλον με την απελπισία να έχει φωλιάσει στις καρδιές 

τους.

 

Την ίδια στιγμή σε κάποια άλλη γωνία

 της Κρήνης ,δίπλα στη θάλασσα εξελίσσονταν

ένα άλλο δράμα. Στη βίλα δίπλα στη θάλασσα ζούσε 

ένας πλούσιος έμπορος, ο  κύριος  Γεωργιάδης.

Το πλουσιόσπιτο  περιβάλλονταν από ένα

 μεγάλο κτήμα με φιστικιές που χώριζε τον  

συνοικισμό από τη Θάλασσα.

Το κτήμα αυτό προϋπήρχε του προσφυγικού οικισμού. Έτσι το  βρήκαν όταν ήρθαν από

 την  Μικρασία οι παππούδες.

Ξεκινούσε από την Πλατεία Ύδρας όπου δέσποζε μια τεράστια βαριά μαντεμένια πόρτα 

που στηρίζονταν πάνω σε δύο χοντρές  τούβλινες  κολόνες και που πιθανότατα να

 άνοιγε  σπάνια λόγω του όγκου της.    Αριστερά και δεξιά της είχε δυο   μικρότερα 

ποιο εύχρηστα μαντεμένια παραπόρτια. 

 Παιδιά δεν είχε ο κύριος Γεωργιάδης. Νομίζω το χαϊδευτικό  του ήταν Φίφης  και

 ήταν παράξενο το υποκοριστικό αυτό για  τους πρόσφυγες  κατοίκους της Νέας

Κρήνης.

Αν και ήταν εκείνη την εποχή συνηθισμένο στις πλούσιες  οικογένειες  να 

δίνουν υποκοριστικά στα μικρά αγόρια όπως  Φίφης, Ντιντής, Κοκός, Λαλάκης, 

Μπούλης, Λούλης Μικές κ.λ.π. που όμως τους ακολουθούσαν και όταν μεγάλωναν.

Ο κύριος Γεωργιάδης  λοιπόν παραμονιάτικα δεν είχε καλό ξημέρωμα.

Χρονιάρα μέρα και ο οικονομικός του διευθυντής τον ενημέρωσε ότι  είχαν πέσει έξω 

οι επιχειρήσεις που του άφησε ο πατέρας  του και είχε   κατασχεθεί από τις τράπεζες και

 τους πιστωτές όλη η περιουσία του.

Και σαν να μην έφτανε  αυτό τον ενημέρωσε ότι μέχρι το μεσημέρι οι κλητήρες θα 

του σφράγιζαν την έπαυλη  και θα αναγκαζόταν να βγει αδέκαρος στους 

 πέντε δρόμους.                                                

Πέταξε από πάνω του το πάπλωμα

 καταϊδρωμένος .Μακάρι να είναι ένα  κακό 

όνειρο μονολόγησε απελπισμένος.

Δεν το χωρούσε το μυαλό του ότι σε λίγο θα

 ήταν πλέον πάμφτωχος  και   άστεγος.

Πράγματι σε δύο ώρες πλάκωσαν οι

 άνθρωποι της κατάσχεσης και τον έβγαλαν

 έξω με  το ζόρι. Καλά καλά δεν πρόλαβε να ντυθεί.

Άρπαξε τα πρόχειρα ρούχα του κηπουρού από το αποθηκάκι της αυλής και βγήκε στον δρόμο.

Σαστισμένος από το σοκ, ανηφόρισε κατά τον οικισμό μέσα στο χιονιά απελπισμένος.

 Έκανε κρύο και περιφέρονταν με  τα μπαλωμένα ρούχα, σαν χαμένος στα σοκάκια

 της Κρήνης ψάχνοντας  να βρει κανένα γνωστό για να του ζητήσει βοήθεια.

 Έβλεπε όμως μόνο άγνωστα πρόσωπα. Βλέπεις δεν κυκλοφορούσε πολύ   στην Κρήνη

 και δεν είχε επαφή με τους Κρηνιώτες.

Η ώρα περνούσε και αυτός περιφέρονταν σαν χαμένος. Κρύωνε και πεινούσε! 

Έβλεπε από τα παράθυρα των μονοκατοικιών  τις οικογένειες  μαζεμένες γύρω  γύρω από

την ξυλόσομπα  να  συνομιλούν και τις  νοικοκυρές να ετοιμάζουν  το γιορτινό τραπέζι 

και του έρχονταν να κλάψει.

Γύρισε σχεδόν όλο το χωριό μήπως βρεθεί  κάποιος να του πει ένα λόγο παρηγοριάς και 

τον αφήσει να ζεσταθεί λίγο αλλά λες  και ήταν αόρατος ,δεν του έδινε κανείς  σημασία.

Έστριψε απελπισμένος την Ανδρούτσου δεξιά  και   με σκυφτό κεφάλι πήρε την κατηφόρα

 της Πλατείας Ύδρας.

 Ξαφνικά άκουσε κάποιον να λέει το όνομα του.Κύριε Γεωργιάδη ,κύριε Γεωργιάδη

 , καλημέρα  σας. Χρόνια πολλά!

Μέσα από την παράγκα της γωνίας είδε ένα  καλοκάγαθο ανθρωπάκι να του 

χαμογελά.

Περάστε στο φτωχικό μου να σας  τρατάρουμε κάτι και να ξαποστάσετε.

Άγνωστος  για αυτόν ο ανθρωπάκος στην πόρτα της παράγκας.

Είμαι ο Αλέκος  κύριε Γεωργιάδη ,που σας καθάρισα τον κήπο το καλοκαίρι. 

Περάστε μέσα να ζεσταθείτε.

Μη  αντέχοντας το κρύο  δέχθηκε την πρόσκληση και μπήκε στην παράγκα. 

Η σόμπα είχε κορώσει. Κάθισε στην ψάθινη καρέκλα δίπλα της και άπλωσε 

τα χέρια πάνω από το καπάκι γύρω από το γκιούμι που έβραζε το τσάι.

Καλώς ήλθατε στο φτωχικό μας, είπε η κυρά  Άννα. Να σας βάλω ένα 

φλαμούρι να ζεσταθείτε. Θα καθίσετε το μεσημέρι να φάμε μαζί; Δεν έχουμε 

κάτι σπουδαίο αλλά σας υπόσχομαι ότι τέτοια  νόστιμη κοτόσουπα δεν έχετε 

ματαφάει.

Τα μάτια του  Φίφη άστραψαν. Υπάρχουν ακόμα καλοί  και φιλόξενοι 

άνθρωποι σκέφτηκε.

Πολύ ευχαρίστως θα μείνω να φάμε μαζί. Ευχαριστώ για την πρόσκληση. 

Μεγάλη μου Τιμή, ο Θεός να σας έχει καλά κυρία μου.

Και έτσι  στρώθηκε το τραπέζι και κάθισαν μαζί αντάμα. Η κυρά Άννα έφερε 

τον τέντζερη στη μέση του τραπεζιού και  η μοσκοβολιά της  ζεστής σούπας 

έσπαζε μύτες.

Η κυρά του σπιτιού έκανε τον σταυρό της λέγοντας, έλα Χριστέ και Παναγιά 

και άρχισε να σερβίρει με την βαθιά κουτάλα τη σούπα.

Χρόνια πολλά καλά Χριστούγεννα είπε ο Αλέκος σηκώνοντας  το ποτήρι με το 

κρασί για να τσουγκρίσουν.

Χρόνια πολλά Αλέκο απάντησε η κυρά Άννα. Χρόνια πολλά κύριε Γεωργιάδη 

είπε χαμογελώντας απευθυνόμενη στον Φίφη.

Χρόνια σας πολλά, να είστε καλά! Ο Θεός να σας δίνει υγεία. Σας ευχαριστώ 

για τη φιλοξενία, είπε ο Φίφης ανταποδίδοντας τις ευχές και έπεσε με τα 

μούτρα στη ζεστή  σούπα.

Τώρα ήταν η πείνα ή η μαγειρική τέχνη της νοικοκυράς που έκαναν να του 

φανεί ότι δεν έχει να ξαναφάει τέτοια νόστιμη  σούπα.

Η κυρά Άννα σηκώθηκε από το τραπέζι για να φέρει τον χαλβά που είχε 

ετοιμάσει για επιδόρπιο.

Τότε τον ξάφνιασε ο κυρ Αλέκος με ην βιαστική κίνηση του έδωσε στο χέρι 

ένα διπλωμένο χαρτονόμισμα. Αυτό από μένα και κρύφτο μη το δει η κυρά 

Άννα του ψιθύρισε.

Μα  τις κάνεις Αλέκο, εσύ  φτωχός  άνθρωπος, σου χρειάζεται… είναι πολλά 

λεφτά ..ψέλλισε.

Κρύφτο κρύφτο ,θα μας πάρει χαμπάρι η κυρά  Άννα, είπε  ο κυρ Αλέκος.  

Εσύ το έχεις περισσότερη ανάγκη.

Ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά το είδε για χιλιάρικο. Το έβαλε βιαστικά στη 

τσέπη του, αλλά δεν μπόρεσε να κρατήσει το δάκρυ που κύλισε στο μάγουλο 

του.

Γυρνώντας η κυρά Άννα αντιλήφθητε τη συγκίνηση του.

Μη στενοχωριέσαι κύριε Φίφη. Σας περιμένουμε και αύριο ανήμερα 

Χριστουγέννων να φάμε μαζί.

Θα έρθω, θα έρθω σίγουρα της απάντησε. Το κρασί του ηρέμησε για λίγο την 

ψυχή και σε συνδυασμό με την ζεστασιά της ξυλόσομπας χαλάρωσε το κορμί 

του. Μισόκλεισε τα μάτια    για λίγο μέχρι να φέρει η κυρά Άννα τους 

καφέδες.

Δεν πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα  και   ένοιωσε ένα μελωδικό βουητό να 

χαϊδεύει τα αυτιά του.

Να τα πούμε, να τα πούμε!

Άνοιξε τα μάτια του και συνειδητοποίησε ότι ήταν στο σπίτι του, ξαπλωμένος 

στο κρεβάτι του,στο δωμάτιο του!

Θεέ μου όνειρο ήταν αυτό που έζησα;

Οι παιδικές  φωνές   που έλεγαν τα κάλαντα τον ξύπνησαν για τα καλά.

Χριστούγεννα πρωτούγεννα πρώτη γιορτή του χρόνου…….

Όνειρο ήταν Θεέ μου… όνειρο ήταν, αλλά τόσο  αληθινό! Δόξα τω Θεώ, έλεγε 

και ξανάλεγε!

Ντύθηκε βιαστικά ,βγήκε στη εξώπορτα  και καλωσόρισε τους μικρούς 

καλαντιστές. Για πρώτη του φορά άκουσε μέχρι τέλος τα κάλαντα, δίνοντας 

του ένα γερό μπαξίς.

Χρόνια πολλά παιδιά μου, καλά Χριστούγεννα, και του χρόνου!

Μετά  ανηφόρησε για την Πλατεία Ύδρας.

 

Πέρασε από το χασάπη και πήρε έναν κόκορα

 ψωμωμένο. Μετά από τον μανάβη για σαλατικά

 και φρούτα. Στη συνέχεια πέρασε από το 

ζαχαροπλαστείο του Γιαννίκου και πήρε ένα 

κουτί γλυκά και μία βασιλόπιττα.

Είχε ακούσει ότι ο καρβουνιάρης πουλούσε

 καλής ποιότητας κρασί μπρούσικο και έκανε μια

 βόλτα και από εκεί.

Φορτωμένος με τα ψώνια και ακούγοντας τις 

παρέες  των παιδιών να λένε τα κάλαντα, έφτασε  στην Πλατεία Ύδρας.

Ναι, εκεί  στη γωνία αντίκρισε την ίδια παράγκα που είδε στο όνειρο του!

Ποιος μένει εδώ μικρέ; Ρώτησε έναν καλαντιστή.

Ο κυρ Αλέκος ο βαρύς θείο ,με τη γυναίκα του την κυρά Άννα, του απάντησε ο μικρός.

Ξεπέρασε τις αναστολές του και χτύπησε την πόρτα.

Του άνοιξε έκπληκτος ο κυρ Αλέκος.

Καλημέρα κυρ Αλέκο χρόνια πολλά! Είμαι ο Φίφης Γεωργιάδης. Μπορώ να 

περάσω;

Εσείς στο σπίτι μου ψέλλισε ο Αλέκος. Μεγάλη μου τιμή κ. Γεωργιάδη. Τι 

μπορώ να κάνω για εσάς.

Τίποτα, τίποτα. Σας έφερα ένα πετεινάρι να το μαγειρέψει η κυρά Άννα και θα 

περάσω  με το αυτοκίνητο να σας πάρω το μεσημέρι αν δεν έχετε αντίρρηση να 

φάμε μαζί στο σπίτι μου. Σας παρακαλώ να μου κάνετε την Τιμή! Θα είναι 

μεγάλη χαρά για εμένα. Έχω ακούσει ότι η κυρά Άννα κάνει την καλύτερη 

σούπα.

Ποιος είναι Αλέκο, ακούστηκε η φωνή της κυρά Άννας.

Ο κύριος Φίφης ο Γεωργιάδης, απάντησε  σαστισμένος ο κυρ Αλέκος.

Ποιος ; Ακούστηκε ξαφνιασμένη η κυρά Άννα. Και τον έχεις τον άθρωπο και 

περιμένει όξω στο κρύο. Πες του να περάσει στο φτωχικό μας.

Με μεγάλη μου χαρά είπε ο Φίφης και πέρασε μέσα. Στην ξυλόσομπα επάνω 

έβραζε το κουμάρι με το φλαμούρι . Άφησε τα πράγματα πάνω στο τραπέζι 

και επανέλαβε την πρόσκληση του.

Μετά χαράς να ρθούμε απάντησε η κυρά Άννα .Μεγάλη μας τιμή κύριε.

 Σχώρα μας που δεν έχουμε να σας κεράσουμε κάτι μέρα πού ναι!

Δεν πειράζει, δεν πειράζει απάντησε ο Φίφης. Χαιρέτησε ο και έφυγε.

Η κυρά Άννα σήκωσε το πακέτο από το τραπέζι για να το πάει στο μικρό 

κουζινάκι της. Από κάτω είδε ένα κλειστό  άσπρο φάκελο. Ανοίγοντας τον 

γεμάτη περιέργεια  της κόπηκε η φωνή. Είχε μέσα ένα ολόκληρο χιλιάρικο 

και ένα σημείωμα που έγραφε:

Αγαπητέ κύριε  Αλέκο. Σου επιστρέφω το χιλιάρικο που μου δάνεισες όταν το 

είχα ανάγκη. Σε ευχαριστώ πολύ για την καλοσύνη σου .

Ιωσήφ Γεωργιάδης.

Εκείνο τον καιρό το χιλιάρικο είχε μεγάλη αξία. Ο κυρ Αλέκος άρχισε

 να κάνει το σταυρό του .

Εγώ  ο φτωχός  πότε του το δάνεισα που δεν έπιασα χιλιάρικο στη ζωή μου.

Και η κυρά Άννα τον κοίταζε σαστισμένη και μονολογούσε.

 Ο καλός μας ο Χριστούλης μας λυπήθηκε χρονιάρα μέρα.

 Άρχισε να σιγοψάλλει το… Χριστός γεννάται δοξάσατε………


Καλά Χριστούγεννα με υγεία σε όλους!




 Αφιερωμένο στά εγγόνια μου Αναστασία & Παναγιώτη                          

  ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΣΑΜΠΑΡΛΗΣ